- ἰάχεν
- ἰάχε̄ν , ἰάχωcryperf inf act (epic)ἰάχε̄ν , ἰάχωcrypres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴαχεν — ἴ̱αχεν , ἰάχω cry plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἰάχω cry perf ind act 3rd sg ἴ̱αχεν , ἰάχω cry imperf ind act 3rd sg ἰάχω cry plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἰάχω cry imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ … Dictionary of Greek